- οινοβαφής
- -ές (Α οἰνοβαφής, -ές)νεοελλ.αυτός που έχει το χρώμα τού κρασιούαρχ.αυτός που εμβαπτίστηκε στο κρασί και βάφηκε με το χρώμα του («οἰνοβαφὴς λοιβή», Νόνν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -βαφής (< βάφω), πρβλ. αιμο-βαφής].
Dictionary of Greek. 2013.